Το θέμα της καθόδου των Αρβανιτών στην Ελλάδα, δεν έχει λυθεί ακόμα και οι ιστορικές μαρτυρίες είναι πολύ φτωχές σχετικά με αυτό. Οι Έλληνες ιστορικοί (Παπαρηγόπουλος, Κορδάτος, Λάμπρου κ.α.) αναφέρουν ότι η κάθοδος των Αρβανιτών στην Ελλάδα έγινε την εποχή της Φραγκοκρατίας (1204-1460).
Στα χρόνια της παρακμής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, κυρίως μετά την Δ’ Σταυροφορία (1204 μ.Χ.) σε ολόκληρη την Βαλκανική Χερσόνησο επικρατεί μια αναστάτωση λόγω της διαταραχής του κοινωνικοοικονουμικού συστήματος, με αποτέλεσμα διάφορες μεταναστεύσεις λαών.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό των μετακινήσεων εντάσσεται και η κάθοδος των Αρβανιτών στον Ελλαδικό χώρο και στην Ιταλία στις αρχές του 14ου αιώνα.
Η κάθοδος αυτή κάλυψε γεωργικές ανάγκες με εργατικά χέρια, αναζωογόνησε την κτηνοτροφία, ενίσχυσε σημαντικά την άμυνα, καθώς οι Αρβανίτες ήταν ονομαστοί μισθοφόροι στρατιώτες.
Κατά την προφορική παράδοση, όπως επικαλείται και στο βιβλίο ≪ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ ΜΕΓΑΛΟ ZΑΛΟΥΦΙ≫ εκδ.1977, ο Χρήστος Ρουσόπουλος, οι Ζαλουφιώτες ήρθαν ως κτίστες από τα μέρη της ΚΟΡΥΤΣΑΣ για να χτίσουν το τζαμί στην Ανδριανούπολη (1566-1574).
Ο Σουλτάνος για να εκφράσει την ευαρέσκεια του, τους παραχώρησε μία περιοχή κοντά στη ΜΑΚΡΑ ΓΕΦΥΡΑ, όπου οι κτιστάδες αυτοί, εγκαταστάθηκαν σε 6 συνοικισμούς που απείχαν μεταξύ τους 2-3 χιλιόμετρα.
Οι συνοικισμοί ήταν:
- Τλιαλίκ
- Ζουλούφ
- Τσέσμε Γκιόκες
- Οροζούνι Κοκόσιτ
- Μπουλακλάρ
- Καβάκ Μπουνάρ
Οι συνοικισμοί αυτοί, πιθανόν κατά τον 18ον αιώνα συγκεντρώθηκαν σ’ ένα χωριό με το όνομα Ζαλούφ.
Δεν γνωρίζουμε πότε το χωριό ονομάστηκε Μεγάλο ή Μέγα Ζαλούφι. Πιθανότατα ονομάστηκε έτσι για να γίνει διάκριση ανάμεσα σ’ αυτό και το Μικρό Ζαλούφι. Το Μικρό Ζαλούφι το συναντάμε και με την ονομασία Ζαλουφάκι.
Στους χάρτες του 19ου αιώνα το Μέγα Ζαλούφι αναφέρεται απλά «Ζαλούφι», ενώ το μικρό ως «Κερεμιτζέ Ζαλούφι».
Το 1883 οι κάτοικοι του Ζαλουφιού ανέρχονται σε 5.000 περίπου. Το χωριό διοικείται από το Κοινοτικό Συμβούλιο και έχει Πρόεδρο, εννέα Κοινοτικούς Συμβούλους και τέσσερις Παρέδρους.
Το χωριό διοικητικά διαιρείται σε τέσσερα μέρη, πράγμα που δικαιολογεί τους τέσσερις Παρέδρους.
Τον Πρόεδρο τον λέγανε Μουντούρ, τους Συμβούλους Βεκίλιδες και τους Παρέδρους Μουχτάρηδες.
Υπήρχε και Αστυνομικό Τμήμα με Τούρκους αστυνομικούς, που το ονόμαζαν Κονάκ, τους αστυνόμους Τζανταρμάδες και τον επικεφαλής Τσαούση.
Στη μεγάλη πλατεία του χωριού, που ήταν και η κεντρικότερη, σε διώροφη οικοδομή, ήταν το Κοινοτικό Κατάστημα και το τουρκικό Αστυνομικό Τμήμα. Η πλατεία αυτή ονομαζόταν Κονάκουτ. Τα ονόματα των άλλων πλατειών του χωριού είναι: Τοκαλιάτσιτ, Κυρέζολητ και Μοσχοφλιούτ.
Στο χωριό υπήρχαν 25 καφενεία τα οποία ήταν και παντοπωλεία συγχρόνως. Τα περισσότερα καφενεία τα συναντάμε στην κεντρική πλατεία και τα άλλα στις γειτονιές του χωριού. Ένας στενός δρόμος από την πλατεία μας έβγαζε στην Εκκλησία του χωριού.
Την πρώτη Εκκλησία του χωριού την έκτισαν μέσα στα νεκροταφεία, που βρίσκονταν στην βορειοδυτική άκρη του χωριού σε επικλινές μέρος. Απομεινάρια από τα νεκροταφεία σώζονταν μέχρι το 1990. Το 1890 οι Ζαλουφιώτες κτίζουν μεγάλη εκκλησία μέσα στο χωριό. Η Εκκλησία είναι αφιερωμένη στην Αποκεφάλιση του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου και γιορτάζονταν στις 29 Αυγούστου.
Η καμπάνα της εκκλησίας, πολλές εικόνες το δισκοπότηρο και άλλα κειμήλια βρίσκονται ακόμα και σήμερα στην εκκλησία του Ν. Χειμωνίου, αφού μεταφέρθηκαν.
Στα τέλη του 19ου αιώνα στο Ζαλούφι λειτουργούσαν δύο σχολεία. Λίγοι όμως πήγαιναν στο σχολείο και ελάχιστοι το τελείωναν, και συνήθως ήταν τα παιδιά των πλούσιων οικογενειών.
Το 1883, εβδομήντα οικογένειες από το Ζαλούφι δημιούργησαν ένα νέο συνοικισμό, 15 χιλιόμετρα βορειότερα, που το ονόμασαν ΑΜΠΑΛΑΡ.
Στα 1892 άλλη ομάδα από πενήντα περίπου οικογένειες αγόρασαν μία περιοχή που την ονόμασαν Καρά Ισχακλί και εγκαταστάθηκαν όπου είναι το σημερινό χωριό Σάκκος.
Το 1913 το χωριό λεηλατήθηκε από τους Τούρκους, σε αντίποινα της λεηλασίας του πομάκικου χωριού Παύλα από τους Ζαλουφιώτες, που το 1912 ήταν με το μέρος των Βουλγάρων.
Οι Τούρκοι σφάξανε περί τους 300 Ζαλουφιώτες, κάψανε όλο το χωριό, άρπαξαν αγελάδες, βουβάλια και πρόβατα.
Η καταστροφή ήταν ολοσχερής και οι Ζαλουφιώτες έκαναν χρόνια για να συνέλθουν.
Μετά το 1916 αρκετοί κάτοικοι, επειδή δεν μπορούσαν να υποφέρουν την καταπίεση, εγκατέλειψαν το χωριό και πέρασαν από την άλλη μεριά του ποταμού Έβρου. Από αυτούς ορισμένοι ξαναγύρισαν το 1919, με τις νίκες του Ελληνικού Στρατού.
Έζησαν ελεύθεροι μέχρι το 1922, όποτε τον Σεπτέμβριο αναγκάστηκαν να το εγκαταλείψουν οριστικά, σύμφωνα με τη Συνθήκη των Μουδανιών (11 Οκτωβρίου 1922).
Εγκαταστάθηκαν στο χωριό Ομούρ-Μπέη, δίπλα στο ποταμό Έβρο με την ελπίδα της επιστροφής στο χωριό τους το Μ. Ζαλούφι.
Η εκκένωση του Ζαλουφιού είναι από τα μελανότερα σημεία της Ιστορίας του. Οι Ζαλουφιώτες περνώντας τη μοναδική γέφυρα του Πυθίου, σκορπίστηκαν σε διάφορα μέρη της Δυτικής Θράκης και της Ανατολικής Μακεδονίας.
Τα χωριά με το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού τους Αρβανίτες-Ζαλουφιώτες είναι ο Σάκκος (Καράσαχλι), το Ρήγιο (Σαράκιον) και το Χειμώνιο (Ομούρ-Μπέη).
Αλλά αρκετούς Αρβανίτες έχουν και τα χωριά Δίκαια (Καντίκιον), Καβύλη (Εμιρλί), Θούριο (Ουρλί), Σοφικό (Σουφουλάρ), Ασημένιο (Τσιφλίκ), Πύθιο (Κούλελι), Λυκόφι (Οκούφ), Απαλός (Ομπαλάρ).
Στο Νομό Σερρών συναντάμε Αρβανίτες στο Νεοχώρι (Ενοίκιον), στο Παραλήμνιο (Βερνάρ), στη Ν. Πέτρα (Τσιάνος), στη Κοίμηση (Σπάτοβα), στο Καλοχώρι (Κασκάρκα).
Το μεγαλύτερο μέρος των Ζαλουφιωτών εγκαταστάθηκε στο χωριό Ομούρ-Μπέη. Εκεί είχαν εγκατασταθεί λίγες οικογένειες αρβανιτών από το 1918 και πενήντα τούρκικες οικογένειες.
Ο καιρός τον Οκτώβριο του 1922 στο Ομούρ-Μπέη θέλει να προστατεύσει τους πρόσφυγες και είναι ήπιος σε αντίθεση με τις συνήθεις καιρικές συνθήκες των προηγούμενων ετών.
Από τις πρώτες μέρες οι Ζαλουφιώτες κόβουν ιτιές και λεύκες από το διπλανό πυκνό δάσος, τις επεξεργάζονται με σφήνες και τσεκούρια και κάνουν πρόχειρα καταλύματα για να στεγάσουν τις οικογένειες τους.
Πολλοί φιλοξενούνται από τους αρβανίτες που συναντούν στο Ομούρ-Μπέη και από τις τούρκικες οικογένειες που κατοικούν στο χωριό.
Ζουν ειρηνικά με τους Τούρκους. Στις πενήντα τούρκικες οικογένειες συναντούμε πολύ πλούσιους, όπως ο Κοτζά-Ιμπραήμ, ο Ατζίολους, ο Αζιμέ Ολούδ, ο Χατζή-Χασάν, ο Κοτζά Μπεκήρ και άλλους, και πολύ φτωχούς, όπως και οι πρόσφυγες.
Οι μεγάλες πλημμύρες του ποταμού Έβρου τους χειμώνες του 1928, 1929 και 1930, αναγκάζουν 70 οικογένειες από τους πρόσφυγες Ζαλουφιώτες να ξαναγίνουν πρόσφυγες, να αφήσουν το Κάτω Χειμώνιο και να εγκατασταθούν σε μια τοποθεσία που είναι σε ύψωμα δίπλα στο χωριό Θούριο, πέρα από την σιδηροδρομική γραμμή. Το νέο τους μέρος το ονόμασαν Νέο Χειμώνιο.
Έτσι έχουμε το 1931 το Παλιό Χειμώνιο με 60 οικογένειες Ζαλουφιώτες και 50 οικογένειες Τούρκους και το Νέο Χειμώνιο με 70 οικογένειες Ζαλουφιώτες.
Το 1933 αρχίζουν να κτίζουν στο Νέο Χειμώνιο εκκλησία την οποία αφιερώνουν στον Ιωάννη τον Αποκεφαλιστή όπως και η εκκλησία του Μεγάλου Ζαλουφιού.
Τα πρώτα χρόνια τα παιδιά πηγαίνουν στο Σχολείο του Θουρίου, όμως από το 1933 παρακολουθούν μαθήματα σε κτίριο που βρίσκεται στο οικόπεδο που ορίστηκε για το κτίσιμο του Σχολείου. Τον Ιούνιο του 1940 άρχισαν να κτίζουν το Σχολείο στη σημερινή του θέση. Όμως η κήρυξη του πολέμου ανέστειλε τις εργασίες.
Οι πλημμύρες του ποταμού Έβρου έγιναν περισσότερο καταστροφικές το 1940 έως 1946, με αποκορύφωμα τις μεγάλες πλημμύρες το 1955, οπότε με κρατική παρέμβαση εγκατέλειψαν και οι υπόλοιποι Ζαλουφιώτες τα σπίτια τους στο Κάτω Χειμώνιο και έκτισαν καινούρια στο Νέο Χειμώνιο.
Από το 1956 τα δύο χωριά ζουν ενωμένα στη σημερινή τοποθεσία του χωριού μας.