Το κτίσιμο ενός σπιτιού ήταν ένα από τα μεγάλα γεγονότα στο μικρό χωριό. Όλοι οι φίλοι και οι συγγενείς ετοιμάζονται για να βοηθήσουν τον νοικοκύρη στο κτίσιμο του σπιτιού του.
Κατ’ αρχάς με τα κάρα τους που τα σέρνουν βόδια, κουβαλούν πέτρα, από το χωριό Πετράδες, την οποία χρησιμοποιούν για τα θεμέλια του σπιτιού.
Ανοίγουν τα θεμέλια με κασμάδες σε μικρό βάθος και μόλις στρώσουν την πρώτη σειρά πέτρας ο νοικοκύρης σφάζει τον μεγαλύτερο κόκορα που έχει. Αφήνει να τρέξει λίγο αίμα από τον σφαγμένο κόκορα, στα θεμέλια. Έτσι αρχίζουν να τοποθετούν οι κτίστες τις πέτρες στα θεμέλια του σπιτιού. Η νοικοκυρά μαγειρεύει τον κόκορα με μπλιγούρι και τρώνε όλοι μαζί, μάστοροι, φίλοι, γείτονες και νοικοκυραίοι. Ο νοικοκύρης κερνάει μπόλικο κρασί, την πρώτη μέρα.
Οι τοίχοι κτίζονται με πλίνθους τα λεγόμενα κερπίτσια και ενισχύονται με ξύλα που τοποθετούνται σε κάθε τοίχο χιαστί, από τα θεμέλια μέχρι το σημείο που αρχίζει η στέγη. Τα ξύλα είναι από κορμούς δέντρων του δάσους που βρίσκεται στον κάμπο του χωριού. Στα ξύλα με την σφήνα και την βαριά δίνουν το σχήμα που θέλουν. Αυτό γίνεται από ειδικευμένους τεχνίτες στην επεξεργασία του ξύλου, καθόσον μηχανικά μέσα δεν υπάρχουν.
Τα κερπίτσια τα φτιάχνουν στον κάμπο, σε μια τοποθεσία, το κερπισλίκ, όπου συναντάμε άφθονη την πρώτη ύλη, δηλ. χώμα κατάλληλο να ζυμωθεί.
Συγκεντρώνουν το χώμα αυτό σε μικρούς σωρούς, το αναμειγνύουν με ψιλό άχυρο και νερό και το μείγμα το βάζουν σε ειδικό καλούπι 10 τεμαχίων. Αφήνουν το καλούπι γεμάτο με τη λάσπη, για να πάρουν σχήμα τα κερπίτσια και να στεγνώσουν λίγο και μετά το αφαιρούν. Το τοποθετούν δίπλα για να επαναλάβουν πάλι την ίδια διαδικασία. Αφήνουν τα κερπίτσια να στεγνώσουν καλά και τα αναποδογυρίζουν για να στεγνώσουν και από την άλλη πλευρά. Αυτό ήταν δουλειά των μικρών παιδιών.
Οι προσόψεις των πλουσιόσπιτων κτίζονταν με τούβλα, που έκαναν την εμφάνιση τους το 1930.
Μετά το κτίσιμο των τοίχων τοποθετούσαν τα κιρίσια (χοντρά ξύλα) οριζόντια, ενώνοντας τους τοίχους μεταξύ τους. Στο κέντρο της οροφής, επάνω στο κεντρικό μακάζι τοποθετούσαν χοντρό ξύλο, τον παππά, ύψους περίπου 1,5 μέτρου. Στο παππά στηρίζονταν τα ξύλα της σκεπής, τα λεγόμενα μακάζια. Στα δωμάτια τα οποία δεν είχαν ταβάνια, τα κιρίσια και τα μακάζια ήταν ορατά.
Μόλις ήταν έτοιμος ο ξύλινος σκελετός της στέγης, ο πρωτομάστορας έφτιαχνε ένα μεγάλο ξύλινο σταυρό και το τοποθετούσε επάνω στο παππά (το κάθετο κεντρικό ξύλο της στέγης). Στο σταυρό επάνω κρεμούσε ο πρωτομάστορας τα δώρα που έφερναν για το νεόκτιστο σπίτι, οι γείτονες και οι φίλοι του νοικοκύρη. Μόλις κάποιος έφερνε ένα δώρο, ο πρωτομάστορας ανέβαινε στο ψηλότερο σημείο της στέγης και με βροντερή φωνή έλεγε μία ευχή.
Τα δώρα που συγκεντρώνονταν ο πρωτομάστορας τα μοίραζε στην ομάδα του (μαστόρους, κτιστάδες, σουβατζίδες κλπ).
Στη στέγη τοποθετούσαν τα καλάμια της σκούπας που έχουν μήκος μέχρι και 2 ή 3 μέτρα, ή κλαδιά από το θαμνώδες φυτό, το λεγόμενο γολκίνι.
Επάνω τους έβαζαν άχυρο χονδροκομμένο, το πρώτο χέρι μετά το αλώνισμα κυρίως σίκαλης και στο τέλος έβαζαν τα κεραμίδια. Το άχυρο χρησίμευε για να ζεσταίνει το σπίτι τον βαρύ χειμώνα.
Τη διαμόρφωση του σπιτιού αποτελούσαν ένα μεγάλο σαλόνι στη μέση, το χαγιάτι, με δύο δωμάτια δεξιά και αριστερά. Στο πίσω μέρος όλος ο χώρος των δύο δωματίων και του χαγιατιού αποτελούσε το κελάρι, την αποθήκη τους.
Στο χαγιάτι έτρωγε όλη η οικογένεια καθισμένη στη ψάθα γύρω από το σοφρά (σινί). Στη μια πλευρά του χαγιατιού έκτιζαν το οτουράκ, ο σημερινός καναπές.
Σε μία γωνία, με χαμηλό κτίσιμο, ήταν η θέση για τη μεγάλη στάμνα του νερού. Στο στόμιο της σταμνάς, όπως ήταν όρθια, τοποθετούσαν ένα τσίγκινο κύπελλο, το λεγόμενο μαστραπά, το οποίο χρησιμοποιούσε όλη η οικογένεια, για να πιει νερό.
Όλα τα δωμάτια είχαν κάτω στρωμένες ψάθες. Το πάτωμα ήταν από χώμα και από πάνω το άλειβαν με ειδικό κόκκινο χώμα ανακατεμένο με λίγο ψιλό άχυρο.
Τα έπιπλα ήταν λίγα και χοντροκομμένα. Στο ένα δωμάτιο εκτός από την ψάθα είναι και το κρεβάτι. Αυτό κατ’ αρχάς ήταν ξύλινο και αργότερα σιδερένιο. Επάνω στο κρεβάτι έβαζαν υφαντό στρώμα, το οποίο γέμιζαν με άχυρο από σίκαλη ή καλαμποκόφυλλα. Υπήρχε ακόμα το οτουράκ, ο καναπές δηλαδή. Το οτουράκ ήταν χτισμένο με πλίνθους σε σχήμα πι με κενό από κάτω, όπου η νοικοκυρά τοποθετούσε το μπλέξιμο, το κέντημα ή ότι άλλο μισοτελειωμένο είχε. Ακόμα επάνω στο οτουράκ τοποθετούσαν στρωσίδια, πολύχρωμα υφαντά και μαξιλάρια μάλλινα.
Οι γονείς κοιμόταν στο κρεβάτι, ενώ τα παιδιά κάτω στη ψάθα σε στρώματα, τα οποία την ημέρα τα μάζευαν και τα τοποθετούσαν σ’ άλλο δωμάτιο.
Το άλλο δωμάτιο το έλεγαν καινούργιο δωμάτιο και το προόριζαν για τους επισκέπτες. Μέσα είχαν ένα κρεβάτι, το σεντούκι, όπου έβαζαν την προίκα αν η οικογένεια είχε κορίτσι και το ουστούνι. Το ουστούνι ήταν κτισμένο με πλίνθους σε σχήμα ╔╗ (πι), διαστάσεων μήκους δύο μέτρων και πλάτους μισό μέτρο. Τοποθετούσαν επάνω στο ουστούνι όμορφα διπλωμένα όλα τα υφαντά, παπλώματα, στρώματα, σεντόνια, πετσέτες και άλλα προικιά της κόρης.
Στο κελάρι, που καταλάμβανε όλο το πίσω μέρος του σπιτιού, υπήρχαν κτισμένα με πλίνθους τα αμπάρια, χωρισμένα σε τρία διαμερίσματα, στα οποία έβαζαν την σοδειά της χρονιάς, καλαμπόκι, σιτάρι, σκουπόχορτο κλπ. Στο κελάρι ακόμα ήταν το βαρέλι με το λάχανο τουρσί, τα πήλινα πιθάρια με τις πιπεριές τουρσί και με το πετιμέζι. Εκεί τοποθετούσαν και τα πήλινα πιθάρια με το λίπος που το έπαιρναν από το γουρούνι όταν το έσφαζαν τα Χριστούγεννα.
Σε μια γωνιά ήταν το τζάκι, που χρησιμοποιούσε για μαγειρική η νοικοκυρά.
Το κελάρι δεν είχε ταβάνι ούτε παράθυρα. Φωτίζονταν από τον φεγγίτη που υπήρχε στα κεραμίδια.
Από τα κιρίσια, κρεμούσαν κάθε τι που ήθελαν να προφυλάξουν, όπως τους τορβάδες με αποξηραμένα φρούτα, κυρίως αχλάδια ή δαμάσκηνα. Μια πινακωτή από την ανάποδη μεριά, κρέμονταν με σχοινιά, και επάνω της τοποθετούσαν τα ψωμιά, τα οποία σκέπαζαν με την μισάλα. Ακόμα στο κελάρι από τα κιρίσια κρέμονταν ο φανός, όπου τοποθετούσαν τα φαγώσιμα.
Κοντά στο σπίτι ήταν ο στάβλος για τα ζώα της οικογένειας, αγελάδες, βόδια, μοσχάρια κλπ.
Στη συνέχεια της αυλής ήταν το μαντρί για τα πρόβατα. Το μαντρί ήταν πολύ χαμηλό για να είναι ζεστό στη βαρυχειμωνιά.
Δίπλα στον στάβλο είχαν μια καλύβα, φτιαγμένη με ξύλα και χόρτα, όπου τοποθετούσαν τις τροφές των ζώων. Δεμάτια με τριφύλλι, τα άχυρα, δεμάτια από κορυφές καλαμποκιού. Σε μια γωνία της καλύβας είχαν τα κοτσάνια από τα καλαμπόκια, τα οποία χρησιμοποιούσαν για το τζάκι και αργότερα για τις σόμπες.
Κάθε σπίτι είχε τον δικό του φούρνο, όπου έψηναν τα ψωμιά και μοσχοβολούσε όλη η γειτονιά, αφού ο φούρνος ήταν στην αυλή του σπιτιού.
Στους τοίχους γύρω από το σπίτι, εκτός από την πρόσοψη, τοποθετούσαν δεμάτια από καλάμια σκούπας (φουκάλια), για να κρατάνε το σπίτι ζεστό. Την επόμενη χρονιά όταν έκοβαν την σκούπα και είχαν καινούρια καλάμια αντικαθιστούσαν τα παλιά, τα οποία έκαιγαν στον φούρνο, με τα καλάμια της νέας σοδειάς.