Αποκριάτικα Ζαλουφιώτικα Θέματα

ΑΠΟΚΡΙΑΤΙΚΑ ΖΑΛΟΥΦΙΩΤΙΚΑ ΕΘΙΜΑ

Μία από τις μεγαλύτερες γιορτές, που την περίμεναν για να την γιορτάσουν οι Ζαλουφιώτες, ήταν η τελευταία Κυριακή της Αποκριάς.

Θα μαγειρέψει τον μεγάλο κόκορα, που τον ταΐζει και τον προορίζει να τον σφάξει την σημερινή μέρα. Συνήθως τον μαγειρεύουν με πλιγούρι. Ακόμα θα ψήσει πολλές μηλίνες (τυρόπιτες). Στα αρβανίτικα τις λέμε λιακρούαρ. Ακόμα θα κάνει και την στριφτή πίτα με τυρί και πλιγούρι, το κόλμπουρεκ.

Θα ψήσει λουκάνικα και άλλα κρέατα κυρίως χοιρινά, που έχει παστωμένα, από το γουρούνι τους που έσφαξαν τα Χριστούγεννα.

Θα ψήσει λουκάνικα και άλλα κρέατα κυρίως χοιρινά, που έχει παστωμένα, από το γουρούνι τους που έσφαξαν τα Χριστούγεννα.

Το τραπέζι θα είναι πλούσιο σε φαγητά, σ’ όλα τα σπίτια του χωριού, ακόμα και στα πιο φτωχικά.

Η Ζαλουφιώτισσα δίνει ιδιαίτερη προσοχή στο μαγείρεμα του κόκορα, και στη νοστιμιά που πρέπει να έχουν, τα λιακρούαρ και το κόλμπουρεκ.

Δεν λείπει όμως από το Αποκριάτικο τραπέζι το σαραγλί και ο χαλβάς που γίνεται από καβουρντισμένο αλεύρι και πετμέζι.

Στην Κεντρική πλατεία του χωριού, μετά το μεσημεριανό φαγητό συγκεντρώνονται όλοι οι Ζαλουφιώτες. Μικροί, μεγάλοι, νέοι και γέροι, είναι όλοι στην πλατεία ΚΟΝΑΚΟΥΤ του Ζαλουφιού, όπου από νωρίς παίζουν οι γκαϊντατζήδες και οι νταουλτζήδες.

Ο χορός είναι τρικούβερτος και τα τραγούδια αντηχούν και στα γύρω χωριά. Πρώτοι σέρνουν το χορό οι άνδρες και ακολουθούν οι γυναίκες και στο τέλος τα μικρά παιδιά.

Κάποια στιγμή σταματούν τα λαλήματα. Είναι η ώρα που οι αρραβωνιασμένες Ζαλουφιώτισσες θα χαρίσουν στο σόι, των αρραβωνιαστικών τους δώρα, φτιαγμένα από τις ίδιες. Από νωρίς έχουν φέρει από τα σπίτια τους, τους ντουσεμέδες του κάρου, τα έχουν τοποθετήσει επάνω σε γκομαρίτσα (ξύλινα Π) και έχουν κάνει το κάθε ζευγάρι το δικό του πάγκο.

Τέτοιοι πάγκοι στήνονταν γύρω-γύρω στη πλατεία, την Αποκριά, από όλα τα αρραβωνιασμένα ζευγάρια.

Η αρραβωνιασμένη κοπέλα μαζί με την μικρότερη αδελφή της ή με μια ξαδέλφη της, φέρνουν και ακουμπούν στο δικό τους πάγκο, ένα μεγάλο πανέρι γεμάτο από πλεχτά και υφαντά, που είναι τα δώρα, για το σόι του αρραβωνιαστικού της.

Όλο το σόι συγκεντρώνεται για να πάρει το δώρο από την νύφη, μαζί τους όμως στριμώχνονται και πολλοί περίεργοι που θέλουν να δουν τα δώρα, που έχει φτιάξει η νύφη με τα χέρια της, αλλά ακόμα θέλουν να δουν, τι θα χαρίσουν τα πεθερικά στη νύφη, αυτήν την Αποκριά, για να τα σχολιάσουν.

Η Ζαλουφιώτισσα νύφη αρχίζει πρώτα από τον πεθερό της. Τον πλησιάζει με μεγάλη σοβαρότητα και σεβασμό, του φιλά το χέρι, το φέρνει μετά στα χείλη της, μετά στο μέτωπό της, και πάλι ξανά στα χείλη της, και του δίνει το δώρο του.

Στο χέρι του πεθερού φαίνεται ο παράς που έχει ετοιμάσει για τη νύφη. Αν είναι και τσορμπατζής, επίτηδες αφήνει να φαίνεται περισσότερο το χαρτονόμισμα, μια και τους παρακολουθεί πολύς κόσμος, και θέλει να γίνεται ντόρος γύρω από το όνομά του.

Το δώρο στο πεθερό θα είναι ένα πουκάμισο, που έχει υφάνει η ίδια στον αργαλειό, και το έχει λευκάνει με κοπριά προβάτων, αλλά Μαγιάτικη.

Ακολουθεί η πεθερά , και πάλι η νύφη με τον ίδιο σοβαρό και αργό τρόπο της φιλά το χέρι και της δίνει το δώρο της, που είναι ποδιά κεντημένη. Η πεθερά, αφού είναι του τσορμπατζή γυναίκα, της κρεμά στο αντερί που φορά η νύφη, μια λίρα.

Ακολουθούν οι θείοι, οι θείες, τα ξαδέλφια. Σ’ όλους φιλά το χέρι και τους δίνει, κυρίως μαντήλια υφαμένα στον αργαλειό ή κάλτσες μαλλίσιες πλεγμένες από την ίδια. Στις γυναίκες δωρίζει κάλτσες πλεκτές σε διάφορα χρώματα ή τσεμπέρια χρωματιστά.

Στα μικρά παιδιά έχει φτιάξει με ύφασμα βελούδο, μια μακρόστενη κορδέλα, που την δένουν στο λαιμό, και τη στόλισε με μικρές χάνδρες. Το στολίδι αυτό είναι για τα μικρά κοριτσάκια, το λέγανε καπίστρι.

Αυτή η διαδικασία «του δωρίσματος» όπως την έλεγαν επαναλαμβάνονταν κάθε χρόνο, την Κυριακή της Απόκριας, και για όσα χρόνια θα είναι αρραβωνιασμένη η Ζαλουφιώτισσα.

Αφού τελείωνε η διαδικασία με τα δώρα, χόρευαν πάλι όλοι μαζί, αφού όμως τώρα έσερνε το χορό, ο πεθερός, η πεθερά, ο γαμπρός, η νύφη και στη συνέχεια το υπόλοιπο σόι.

Δεν τελείωνε όμως με το χορό, και η Κυριακή της Αποκριάς. Νωρίς το απόγευμα όλα τα νεαρά αντρόγυνα, αφού έπαιρναν μαζί τους πορτοκάλια και καρύδια ή φιρίκια, επισκέπτονταν όλα τα σπίτια των συγγενών τους, που ήταν μεγαλύτεροι στην ηλικία από αυτούς.

Άρχιζαν πρώτα, από το σπίτι του Νονού. Έδιναν πορτοκάλια στο νονό, τη νονά, τους φιλούσαν το χέρι, εύχονταν «ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ» και ζητούσαν «ΣΥΓΧΩΡΕΣΗ». Αν είχαν μικρά παιδιά τους έδιναν καρύδια ή φιρίκια.

Κερνιόντουσαν από το στρωμένο τραπέζι και μετά επισκέπτονταν το σπίτι των πεθερικών, των θείων τους, και από το σόι του άνδρα, και από το σόι της γυναίκας.

Οι δρόμοι του χωριού ήταν γεμάτοι από ζευγάρια, που πήγαιναν να επισκεφθούν τα σπίτια των δικών τους ανθρώπων. Όταν αντάμωναν στο δρόμο, αντάλλαζαν χειραψίες, έλεγαν «ΣΥΧΓΩΡΕΜΕΝΑ» και «ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ» και συνέχιζαν τις επισκέψεις τους.

Τελείωναν τις επισκέψεις αργά το βράδυ, γιατί έπρεπε να επισκεφθούν όλα τα σπίτια των συγγενών τους, να τους φιλήσουν το χέρι, να τους δώσουν τα πορτοκάλια και να ανταλλάξουν ευχές και κυρίως να «ΣΥΧΓΩΡΕΘΟΥΝ».

Αν κάποιοι κατά τη διάρκεια της χρονιάς, είχαν παρεξηγηθεί για οποιοδήποτε λόγο, περίμεναν την Κυριακή της Αποκριάς, για να συγχωρεθούν. Αν ο θυμός δεν τους είχε περάσει, και ο μικρότερος δεν πήγαινε στο μεγαλύτερο για «ΣΥΧΓΩΡΙΟ» τότε για ένα ολόκληρο χρόνο δεν θα μιλούσαν, και θα περίμεναν την επόμενη Αποκριά, για να συγχωρεθούν και να λύσουν τις διαφορές τους.

Πολλοί αρβανίτες μέχρι σήμερα, εξακολουθούν να πηγαίνουν πορτοκάλια στους μεγαλυτέρους, να τους φιλούν το χέρι, να ανταλλάσσουν ευχές, «ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ» και «ΣΥΓΧΩΡΕΜΕΝΑ», κάθε Αποκριά.

Την άλλη μέρα το πρωί, την ΚΑΘΑΡΑ ΔΕΥΤΕΡΑ, η πρώτη δουλειά της νοικοκυράς ήταν να σκάψει στην αυλή, μια μεγάλη τρύπα και να παραχώσει εκεί, όλα τα λιπαρά φαγητά που έμειναν από την προηγούμενη μέρα. Μετά με ζεστό νερό και στάχτη, έπλενε καλά όλα τα πιάτα, ποτήρια, πιρούνια, ώστε να φύγει κάθε λιπαρό.

Από την ΚΑΘΑΡΑ ΔΕΥΤΕΡΑ, όλη η οικογένεια άρχιζε τη μεγάλη νηστεία του ΠΑΣΧΑ. Δεν θα έτρωγε κανείς, κρεατικά, αυγά, γαλακτερά.

Οι νοικοκυρές μετά την καθαριότητα έπρεπε να πάρουν τη ρόκα και να γνέθουν βαμβάκι. Έπρεπε πρωί-πρωί να γέμιζε η Ζαλουφιώτισσα το αδράχτι με βαμβακερή κλωστή, για να δέσουν τα σιτάρια και τα κριθάρια καλό στάχυ και καλό σπόρο, ώστε η σοδειά να είναι πλούσια.

Τα νεαρά αγόρια και τα κορίτσια το τριήμερο μετά την ΚΑΘΑΡΑ ΔΕΥΤΕΡΑ, ακολουθούσαν μια πιο αυστηρή νηστεία. Δεν θα έτρωγαν ούτε μια μπουκιά ψωμί και δεν θα έπιναν ούτε σταλιά νερό, όλη τη μέρα, έως ότου χτυπήσει η καμπάνα το απόγευμα για τον Εσπερινό. Τότε θα πήγαιναν παρέες-παρέες στην εκκλησία, θα έπαιρναν αντίδωρο, και θα επέστρεφαν στα σπίτια τους, για να φάνε και να πιούνε. Την άλλη μέρα πάλι νηστεία, μέχρι την ώρα του Εσπερινού. Την τρίτη μέρα, θα πήγαιναν στην εκκλησία, παίρνοντας μαζί τους, ένα πιάτο με λαγγίτες και σαραγλί. Μετά το τέλος της λειτουργίας έπαιρναν το αντίδωρο από του παπά το χέρι, αντάλλαζαν μεταξύ τους λαγγίτες (πέτουλα) και σαραγλί και επέστρεφαν στο σπίτι.

Μοίραζαν στη γειτονιά τα πέτουλα και το σαραγλί, που είχαν φέρει πίσω από την εκκλησία και έτρωγαν μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια. Έτσι τελείωνε η τριήμερη αυστηρή νηστεία που την έλεγαν αργυριό.

Όσα όμως από τα νεαρά αγόρια και κορίτσια άντεχαν στη νηστεία, συνέχιζαν για άλλο ένα τριήμερο μια πιο αυστηρότερη νηστεία. Για τρεις μέρες δεν έτρωγαν και δεν έπιναν νερό. Την τρίτη μέρα πήγαιναν στην εκκλησία και έτσι τελείωνε και αυτή η νηστεία. Την νηστεία αυτή την έλεγαν τριμηριό.

Έλεγαν ότι ο καθένας έπρεπε, να κάνει για τρεις φόρες τουλάχιστον στη ζωή του τις νηστείες αργυριό και τριμηριό.

Τις μέρες της νηστείας από την Αποκριά ως το Πάσχα, δεν γίνονταν χοροί στην πλατεία του χωριού, όπως συνήθως κάθε Κυριακή και κυρίως το χειμώνα που συγκεντρώνονταν οι Ζαλουφιώτες και Ζαλουφιώτισσες και χόρευαν και τραγουδούσαν.

Ακόμα σ’ αυτή τη νηστεία δεν γίνονταν ούτε αρραβώνες, αλλά ούτε και γάμοι.