Βάπτιση

Η βάπτιση του μωρού ήταν ένα εορταστικό γεγονός, όχι μόνο για την οικογένεια αλλά και για ολόκληρο το χωριό.

Την Πέμπτη το βράδυ γίνεται το επίσημο κάλεσμα του νονού που θα βαπτίσει το μωρό. Ο αδελφός του πατέρα του παιδιού ή ο ξάδελφος αν δεν υπήρχε αδελφός, έχοντας μαζί του, μια πίτα τυλιγμένη στο μποχτσιά και ένα πιάτο φαγητό με πλιγούρι και κοτόπουλο, πήγαινε στο σπίτι του νονού για τα καλέσματα της βάπτισης.

Ο νονός είχε και αυτός στρωμένο τραπέζι με φαγητά και κρασί και τρώνε και πίνουν όλοι μαζί, για το γεγονός της βάπτισης.

Την Κυριακή το πρωί, η πεθερά πήγαινε το παιδί στην εκκλησία, για την βάπτιση που θα ακολουθούσε μετά την λειτουργία.

Οι γονείς του παιδιού, δεν πρέπει να παρευρίσκονται στο μυστήριο της βάπτισης. Ντυμένοι με τα καλά τους παραμένουν στο σπίτι τους.

Η νονά αγόραζε τα λαδόπανα και μια αλλαξιά ρούχα για το παιδί, εσώρουχα και πανωφόρια και δύο λαμπάδες μεγάλες. Ακόμα πήγαινε στην εκκλησία ένα μπακίρι με ζεστό νερό και ένα ματσάκι ξερό βασιλικό τυλιγμένο με κόκκινη κλωστή και ένα μπουκάλι λάδι.

Το όνομα του παιδιού ήταν επιλογή μόνο του νονού. Ο νονός διάλεγε το όνομα που θα έδιδε στο βαπτιστήρι του.

Όταν κατά τη διάρκεια του μυστηρίου αναγγέλλονταν το όνομα του παιδιού από το νονό, ο παπάς το επαναλάμβανε με δυνατότερη φωνή για να ακουστεί. Τα μικρά παιδιά ακούγοντας το όνομα, έτρεχαν στο σπίτι των γονιών για να πουν το όνομα και να πάρουν το δώρο τους. Γινόταν ένας αγώνας δρόμου από τα παιδιά, διότι ο πρώτος που θα έλεγε το όνομα του παιδιού στον πατέρα του, θα είχε και το μεγαλύτερο χρηματικό νόμισμα.

Μετά το μυστήριο, ο παπάς με τον ψάλτη και τους συγγενείς συνόδευαν το νονό με το παιδί στο σπίτι των γονιών. Ο νονός κρατούσε ξαπλωμένο το μωρό στα δύο του χέρια και σε κάθε χέρι είχε από μια λαμπάδα.

Φθάνοντας στο σπίτι τους υποδέχονταν οι γονείς του μωρού. Πρώτος έμπαινε στο σπίτι ο παπάς. Η μητέρα του παιδιού έκανε μια μετάνοια και φιλούσε το χέρι του παπά. Στη συνέχεια έκανε τρεις μετάνοιες στο νονό, του φιλούσε το χέρι και έπαιρνε το παιδί στην αγκαλιά της. Αμέσως το παρέδιδε στη πεθερά της, η οποία το πήγαινε στο ουστούνι (γιούκος) και το έβαζε επάνω στα τακτοποιημένα ρούχα. Αυτό σήμαινε ότι το παιδί θα ανέβαινε ψηλά στη ζωή του.

Στη συνέχεια άρχιζε το φαγοπότι. Στο γλέντι συμμετείχαν μόνο οι γυναίκες και από τους άνδρες μόνο ο νονός, ο παπάς, ο ψάλτης και οι άνδρες του σπιτιού.

Τους άνδρες τους σερβίρουν στο δωμάτιο, ενώ οι γυναίκες αφού είναι και πολλές, σερβίρονται στο χαγιάτι, που είναι σε όλα τα σπίτια μακρόστενο.

Οι γυναίκες έφερναν μαζί τους μια πίτα, την οποία φρόντιζαν, να είναι όχι μόνο νόστιμη αλλά καλοψημένη και κυρίως εμφανίσιμη. Δηλαδή να είναι φουσκωμένη καλά και κεντημένη. Αυτό σημαίνει ότι πριν την ψήσουν με το πιρούνι έφτιαχναν στην εξωτερική επιφάνεια της πίτας διάφορα σχέδια. Ακόμα έφερναν και δώρο για το νεογέννητο που κυρίως ήταν ύφασμα με πολύχρωμα σχέδια ή πλεχτό ζακετάκι ή καλτσάκια πλεχτά (παπαλάκια). Τα υφάσματα τα κρεμούσαν το ένα δίπλα στο άλλο σε σχοινί που το είχαν μεταξύ των δύο τοίχων.

Αραδιάζονταν λοιπόν όλες οι γυναίκες στο χαγιάτι γύρω-γύρω, καθισμένες στα πόδια τους. Τοποθετούσε μπροστά τους η νοικοκυρά τις υφαντές μακρόστενες μισάλες. Εκεί επάνω έβαζαν ένα κομμάτι από τις πίτες που έφερναν και πιάτα με φαγητό. Τα φαγητά ήταν συνήθως πλιγούρι με κοτόπουλο, φασόλια μαγειρεμένα πηχτά. Οι πιο πλούσιοι σέρβιραν λάχανο τουρσί με χοιρινό.

Πρωτόκοβαν την πίτα που έφερνε η νονά και μοίραζαν μικρά κομμάτια σε όλους.

Αφού τρώγανε σχολιάζανε ποιανής η πίτα ήταν νοστιμότερη και πιο όμορφα στολισμένη.

Το σαραγλί ή ο χαλβάς με αλεύρι καβουρντισμένο και πετμέζι ήταν τα απαραίτητα γλυκίσματα.

Πριν τελειώσει το φαγοπότι η νονά έπαιρνε ένα ποτήρι έβαζε ένα νόμισμα και το περιτριγύριζε απ’ όλες τις καλεσμένες και εκείνες με τη σειρά τους έβαζαν κάποιο νόμισμα στο ποτήρι. Κατόπιν τα μετρούσε η νονά και συμπλήρωνε το τελικό συγκεντρωμένο ποσό και στη συνέχεια το παρέδιδε στη μητέρα του παιδιού.

Φεύγοντας οι γυναίκες έπαιρναν μαζί τους και τον μποχτσιά τους με ένα κομμάτι πίτα δεμένη στη μία γωνία του, για να το πάνε στο σπίτι τους.

Μεγάλο σεβασμό, εκτίμηση και υπόληψη είχε η οικογένεια προς το πρόσωπο του νονού και της νονάς.

Όπου και να τους συναντούσαν τους φιλούσαν το χέρι με σεβασμό.

Χαρακτηριστικά λεγόταν μεταξύ τους, ότι «όταν περάσει το σκυλί του νονού από δίπλα σου και κάθεσαι, πρέπει να σηκωθείς».

Όταν το παιδί γινόταν 4 ή 5 χρονών, η νονά αγόραζε μια φορεσιά για το βαφτιστήρι της από εσώρουχα, παπούτσια, φόρεμα ή παντελόνι και καπέλο και ακολουθούσε η διαδικασία του «αλλάγματος» του παιδιού.

Μετά την λειτουργία κάποια Κυριακή, συγκεντρώνονταν πάλι οι γυναίκες συγγενείς των γονέων, γειτόνισσες και φίλες της μητέρας και γινόταν το έθιμο της «αλλαξιάς».

Η νονά ξέντυνε κατ’ αρχάς το παιδί από τα ρούχα που φορούσε και κατόπιν το έντυνε αρχίζοντας από τα εσώρουχα με αυτά που είχε ψωνίσει και φέρει μαζί της. Πολλά παιδιά ντρέπονταν και έκλαιγαν και δεν ήθελαν να είναι γυμνά στη θέα όλων των καλεσμένων γυναικών, αλλά η φοβέρα της μητέρας τα έκανε να υπομένουν την διαδικασία της «αλλαξιάς».

Κατόπιν έτρωγαν και γλεντούσαν.