Γέννηση

Η αρβανίτικη κοινωνία είναι σκληρή σε κάθε τι, που αφορά την γυναικεία προσωπικότητα. Η γυναίκα για να έχει αποδοχή πρέπει να είναι ροδοκόκκινη, ευτραφής και λιγομίλητη.

Ακόμα και στη περίοδο της εγκυμοσύνης η Αρβανίτισσα συμπεριφέρεται και ασχολείται όπως πριν.

Θεωρούσαν ντροπή να φαίνεται ότι είναι έγκυος. Για το λόγο αυτό συνεχίζει να φορά τα ίδια ρούχα, που φορούσε πριν την εγκυμοσύνη της.

Η αρβανίτικη φορεσιά είναι ραμμένη σε στενή γραμμή και τα υφάσματά είναι υφαντά χονδρά και δυσκολεύουν την έγκυο στις βαριές αγροτικές δουλειές.

Όμως αυτή πρέπει να υπομένει, να σφίγγει τη μέση της με το ζωνάρι και να συνεχίσει να πηγαίνει ακόμα και στο χωράφι.

Πολλά παιδιά γεννήθηκαν στα χωράφια, ή επάνω στο κάρο καθώς δεν προλάβαινε να φθάσει στο σπίτι η εγκυμονούσα με το κάρο.

Το γενικό πρόσταγμα στη διαδικασία της γέννας είχε η ΜΠΑΜΠΩ. Ήταν η πρακτική μαμή του χωριού και αυτήν φώναζε πάντα η πεθερά της εγκυμονούσας, για να ξεγεννήσει τη νύφη της.

Η πεθερά πριν φθάσει η ΜΠΑΜΠΩ στο σπίτι ετοίμαζε όλα τα απαραίτητα που ζητούσε η ΜΠΑΜΠΩ κατά της διαδικασία της γέννας. Αυτά ήταν τα παρακάτω:

  • Μικρή ξύλινη σκάφη.
  • Μπακίρι με ζεστό νερό, και τη νεροκολοκύθα για να παίρνει η ΜΠΑΜΠΩ όσο νερό θα της χρειάζονταν.
  • Βασιλικό ξερό.
  • Ψιλό αλάτι.
  • Πάνες και φασκιές για το παιδί.

Όταν η γέννα ήταν δύσκολη, η ΜΠΑΜΠΩ πρόσταζε την εγκυμονούσα να βηματίζει βιαστικά μέσα στο δωμάτιο ή ακόμα να πηδάει από το οτουράκ (κτιστός καναπές) για να πάρει το παιδί τη θέση της γέννας. Και κυρίως θυμιάτιζε την εγκυμονούσα για να φύγουν τα κακά πνεύματα, και να γίνει η γέννα κανονικά.

Όταν γεννιόταν το παιδί το έπλενε η ΜΠΑΜΠΩ με το ζεστό νερό στη ξύλινη σκάφη. Στο νερό μέσα έβαζε και λίγο ξερό βασιλικό.

Μετά το σκούπιζε και έβαζε σ’ όλο το σωματάκι του ψιλό αλάτι για να μην το βρουν αρρώστιες. Το παιδί θα έμενε με το αλάτι τρεις μέρες.

Τα χεράκια του μωρού τα έβαζε δίπλα στο σωματάκι του και τέντωνε τα πόδια του. Τα χέρια, τα πόδια και το κορμάκι του μωρού, ήταν σε μία ευθεία. Και γρήγορα-γρήγορα το τύλιγε με τις πάνες και το έδενε αρκετά σφιχτά με την φασκιά, από τα πόδια μέχρι επάνω στους ώμους.

Έκοβε ένα μικρό κομματάκι από τον ομφάλιο λώρο, το στέγνωνε και το έραβε στην άκρη της φασκιάς. Αυτό γινότανε για να μην πιάσει το παιδί το κακό μάτι.

Η πεθερά ετοίμαζε ένα μπουκάλι με νερό, που στο στόμιο του είχε ένα κλωνάρι βασιλικό, και το πήγαινε στην εκκλησία όταν χτυπούσε η καμπάνα για τον εσπερινό. Ο παπάς διάβαζε ορισμένες ευχές, στο μπουκάλι που κρατούσε η πεθερά.

Η πεθερά τοποθετούσε το μπουκάλι με το διαβασμένο νερό και το βασιλικό στο προσκεφάλι της λεχώνας, και θα έμενε σ’ εκείνη τη θέση για σαράντα μέρες. Αυτό λεγόταν ουρά-τ.

Κάθε πρωί η λεχώνα έπινε μια γουλιά από το νερό και έβρεχε το μέτωπο της με την παλάμη της, καθώς και το μέτωπο του παιδιού της.

Η λεχώνα για τρεις μέρες δεν σηκωνόταν από το κρεβάτι της, για να κάνει δουλειές. Επιπλέον έτρωγε πολύ ελαφρά. Της έφερναν στο κρεβάτι να φάει την σούπα της. Της έδιναν να πιει τσάι ή λίγο ρυζόνερο.

Την τρίτη ημέρα μαζεύονταν στο σπίτι όλες οι φίλες και οι γειτόνισσες της λεχούσας, παρούσα και στην πρώτη θέση ήταν η ΜΠΑΜΠΩ. Ήταν η επίσημη μέρα που η ΜΠΑΜΠΩ θα σήκωνε από το κρεβάτι τη λεχώνα.

Έπλενε το παιδί και πρόσεχε ώστε το αλάτι να μην πάει στα μάτια του και το ξανατύλιγε στις πάνες και το έδενε με την φασκιά.

Βοηθούσε την λεχώνα να σηκωθεί από το κρεβάτι της και της μάθαινε πώς να θηλάζει το μωρό.

Εν τω μεταξύ στο σπίτι γίνονταν μεγάλες ετοιμασίες για πλούσιο τραπέζι. Μαγειρεύανε συνήθως κοτόπουλο με πλιγούρι ή αν ήταν χειμώνας κοτόπουλο γεμιστό με ρύζι και λάχανο τουρσί.

Για γλύκισμα έφτιαχναν σαραγλί με σουσάμι και χαλβά από καβουρντισμένο αλεύρι και πετιμέζι.

Έτρωγαν όλες οι γυναίκες μαζί και πείραζαν την λεχώνα. Στη λεχώνα έδιναν να φάει λίγο φαγητό και ρυζόγαλο.

Οι φίλες και γειτόνισσες έφερναν στη λεχώνα σούπα ή ρυζόγαλο και στο μωρό για δώρο ένα σκουφάκι πλεχτό ή ζακετάκι πλεχτό ή σοσονάκια πλεχτά (παπαλάκια).

Κάθε βράδυ από τη μέρα της γέννας και μετά η πεθερά έβαζε σ’ ένα κομμάτι από κεραμίδι ένα μικρό κάρβουνο από τη σόμπα και λίγο θυμίαμα, και κάθε βράδυ θυμιάτιζε τη λεχώνα και το παιδί. Το κεραμίδι με το καρβουνάκι έμενε για σαράντα μέρες έξω από τη πόρτα της λεχώνας.

Σαράντα μέρες η λεχώνα δεν έβγαινε από το σπίτι της έξω και κοιμότανε νωρίς. Από νωρίς, μόλις νύχτωνε, έκλεινε και η εξωτερική πόρτα του σπιτιού για όλη την οικογένεια.

Η μαμά θήλαζε το μωρό μέχρι να γινόταν δύο ή τριών ετών, ή έως ότου αποκτούσε το άλλο της παιδί.

Μέχρι σαράντα μέρες από τη μέρα της γέννας κανένα αντικείμενο μέσα από το σπίτι δεν επιτρέπεται να βγει έξω μετά τη δύση του ηλίου.

Ακόμα δεν έπρεπε να μείνουν απλωμένα ρούχα του παιδιού ή της λεχώνας έξω μετά τη δύση του ηλίου.

 

Σαραντισμός

Όταν περνούσαν σαράντα μέρες από την ημέρα της γέννας, ερχόταν η ΜΠΑΜΠΩ στο σπίτι της λεχώνας και ντυμένες με τα καλά τους η μητέρα και η ΜΠΑΜΠΩ και με το μωρό αγκαλιά πήγαιναν στην εκκλησία. Το μωρό το είχε αγκαλιά η ΜΠΑΜΠΩ. Το παρέδιδε στο παπά και αυτός διάβαζε ευχές για το νεογέννητο και την υγεία της μητέρας.

Ο παπάς διάβαζε τις ευχές στο νάρθηκα.

Εάν το παιδί ήταν αγόρι το έπαιρνε και το πήγαινε και στο ΑΓΙΟ ΒΗΜΑ. Μετά το άφηνε μπροστά στη Ωραία Πύλη, κάτω από την εικόνα της Παναγίας, Εάν ήταν κορίτσι το πήγαινε απ’ ευθείας στην εικόνα της Παναγίας και η μάνα του το έπαιρνε, αφού πρώτα έκανε τρεις μετάνοιες μπροστά στην εικόνα.

Μετά την εκκλησία η μητέρα, το παιδί και η ΜΠΑΜΠΩ έπρεπε να επισκεφθούν τρία σπίτια.

Το σπίτι της μητέρας της, της νονάς της και της μεγαλύτερης θείας της συνήθως.

Έπαιρναν το μωρό από τα χέρια της μητέρας και πήγαιναν και το έβαζαν επάνω στο ουστούνι (καλοφτιαγμένη στοίβα με ρούχα), που συμβόλιζε ότι το παιδί θα γινόταν ψηλό. Του έβαζαν ακόμα στο κεφαλάκι του βαμβάκι, που συμβόλιζε την μακροζωία. Χάριζαν στο μωρό δώρα και χρήματα.

Από την ημέρα αυτή, δηλαδή μετά τον Σαραντισμό, η μητέρα μπορούσε να βγαίνει από το σπίτι της και να μην κλείνεται από νωρίς μέσα.