Χρήστος Ρουσόπουλος

Ο Αρβανίτης – Ζαλουφιώτης λαϊκός ποιητής, μουσικός, συγγραφέας και ζωγράφος


Στο μικρό χωριουδάκι, το Νέο Χειμώνιο Ορεστιάδας μέχρι τον Απρίλιο του 2000 ζούσε ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΡΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ. Λίγοι είχαν την τύχη να γνωρίσουν από κοντά τον συγγραφέα, ποιητή, τον μουσικό, το ζωγράφο, τον Αρβανίτη – Ζαλουφιώτη ΧΡΗΣΤΟ ΡΟΥΣΟΠΟΥΛΟ.

Γεννήθηκε στο ΜΕΓΑ ΖΑΛΟΥΦΙ της Ανατολικής Θράκης το 1920 από αγρότες γονείς. Σε ηλικία 2 ετών, οι γονείς του εγκατέλειψαν το Μέγα Ζαλούφι και εγκαταστάθηκαν στο Παλιό και αργότερα στο Νέο Χειμώνιο. Είναι το δεύτερο παιδί από τα οχτώ αδέλφια του, 6 κορίτσια και 2 αγόρια. Σ’ όλες τις τάξεις του Δημοτικού Σχολείου ήταν πολύ καλός μαθητής και προβιβαζόταν με άριστα.

Στις σχολικές γιορτές έλεγε το μεγαλύτερο ποίημα. Έπαιζε πάντα τον πρωταγωνιστικό ρόλο στις θεατρικές παραστάσεις του Σχολείου. Ο Δάσκαλός του ο αείμνηστος ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ ΚΩΝ/ΝΟΣ τον συμπαθούσε πολύ και καμάρωνε που είχε έναν τέτοιο μαθητή στην τάξη του.

Στα τρία τελευταία χρόνια του δημοτικού Σχολείου πηγαίνει μαζί με τους άλλους συγχωριανούς του στο Δημοτικό Σχολείο Θουρίου. Πήγαιναν με τα πόδια με τις υφασμάτινες τσάντες κρεμασμένες στην πλάτη τους και το καλάθι στο χέρι με το φτωχικό μεσημεριανό φαγητό.

Όταν τελείωσε την ΣΤ’ Δημοτικού ο δάσκαλός του ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ ήθελε να σπουδάσει με δικά του έξοδα. Πήγε στους παππούδες και τους γονείς του και τους έκανε γνωστή την πρόθεσή του. Ο παππούς και η γιαγιά, που τον υπεραγαπούσαν αρνήθηκαν με κλάματα. Οι γονείς του δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι διαφορετικό από την πρόθεση των μεγαλύτερων.

«Όχι δάσκαλε», του είπαν, «δεν θέλουμε να χάσουμε το παιδί από κοντά μας.»

Είχαν δίκιο οι γονείς και οι παππούδες. Αυτό που έκαναν ήταν από πολύ αγάπη για το παιδί τους και τον εγγονό τους και από άγνοια για την εκπαίδευση. Αυτή ήταν τότε η νοοτροπία, στα περισσότερα χωριά της Θράκης. Νόμιζαν ότι όποιο παιδί πήγαινε στην πόλη, ακόμα και για σπουδές, γινόταν αλήτης και απαρνιόταν τους γονείς, τα αδέλφια του, τους συγγενείς του. Έτσι χάθηκε μια μεγάλη ευκαιρία για το ΧΡΗΣΤΟ ΡΟΥΣΟΠΟΥΛΟ να σπουδάσει, μια και είχε μεγάλο μεράκι για τα γράμματα.

Έμεινε στο χωριό, κοντά στους γονείς και τα αδέλφια του. Πέταξε την τσάντα με τα βιβλία και στην αρχή έβοσκε τις έξι βουβάλες του πατέρα του. Αργότερα έκανε τον τσοπάνο, τρέχοντας πίσω από τα 150 πρόβατα της οικογένειας, στα βοσκοτόπια του χωριού. Μετέπειτα παράτησε τα ζωντανά και ασχολήθηκε με την γεωργία. Βοηθούσε τον πατέρα του στις αγροτικές εργασίες, που τον καιρό εκείνο ήταν πολύ σκληρές και κουραστικές καθόσον όλες οι εργασίες ήταν χειρωνακτικές, χωρίς την βοήθεια των γεωργικών μηχανημάτων που υπάρχουν σήμερα.

Το 1939 εγκαταστάθηκε στο χωριό ως δάσκαλος, ο αείμνηστος ΔΑΛΑΜΠΙΝΗΣ ΚΩΝ/ΝΟΣ, ένας από τους καλύτερους δασκάλους που γνώρισε το χωριό. Με ενέργειές του κτίστηκε καινούριο Σχολείο στο Χειμώνιο. Ο δάσκαλος αυτός οργάνωσε καλύτερα την τότε νεολαία την Ε.Ο.Ν. (Εθνική Οργάνωση Νέων). Ο Ρουσόπουλος γίνεται ενεργό μέλος της Νεολαίας ΜΕΤΑΞΑ και συμμετέχει σ’ όλες τις εκδηλώσεις.

Το 1939 τα μέλη της νεολαίας σπείρανε για λογαριασμό της Οργάνωσης σιτάρι σε κοινοτικούς χώρους. Τον Μάρτιο του 1940 με αρχηγό τον δάσκαλο ΔΑΛΑΜΠΙΝΗ φυτεύουν 2000 πεύκα, σ’ όλους τους λόφους του χωριού. Ευνόησαν οι βροχοπτώσεις της εποχής εκείνης και ρίζωσαν όλα τα δέντρα. Επιστρατεύτηκε όμως το ’40 ο δάσκαλος και τα πρόβατα και τα ζώα κατέστρεψαν τα μικρά δεντράκια.

Τον Δεκέμβριο του 1939 παντρεύεται την ΚΑΛΥΨΩ ΜΑΛΑΣΙΔΟΥ του Θεοδώρου. Απέκτησαν πέντε παιδιά, δύο αγόρια πέθαναν σε ηλικία 4 και 5 ετών από ιλαρά και τρία κορίτσια, τα οποία πάντρεψαν και είδαν εγγόνια και δισέγγονα.

Η σύζυγός του έζησε άλλα πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του, συντροφιά με τις αναμνήσεις από την κοινή ζωή της με τον Χρήστο Ρουσόπουλο.

Στις 3 Απριλίου 1941, επιστρατεύεται μαζί με άλλους ένδεκα συγχωριανούς του, για να παρουσιαστούν στο Κέντρο Νεοσύλλεκτων Ναυπλίου, ενώ μαίνονται οι μάχες στο Αλβανικό μέτωπο. Αποχαιρετά την μητέρα του, την γυναίκα του, το μικρό αγοράκι του και τα έξι μικρότερα αδέλφια του και φεύγει. Ο πατέρας του ήταν ήδη στο μέτωπο.

Παίρνει μαζί του το βιολί του, ένα μολύβι και χαρτί και κρατάει ημερολόγιο με λεπτομέρειες για την κάθε μέρα που περνάει.

Μαζί με εκατοντάδες Εβρίτες φεύγουν με το τρένο για τον πόλεμο. Όλοι τους είναι νέα παλικάρια αλλά χωρίς καμία απολύτως στρατιωτική εκπαίδευση.

Στις 12 Απριλίου 1941 είναι ντυμένος στρατιώτης στο Ναύπλιο και στις 19 αναχωρούν με καράβια για την Κρήτη. Φτάνουν στη Σούδα ταλαιπωρημένοι και νηστικοί και αναχωρούν με πεζοπορία για το Ηράκλειο. Καθ’ οδόν επειδή είναι Πάσχα τους κερνούν και τους κάνουν το τραπέζι σε πολλά χωριά.

Στο Ηράκλειο δέχονται καθημερινά βομβαρδισμούς από τα Γερμανικά αεροπλάνα. Αλλά αυτοί είναι αισιόδοξοι διότι η Αεροπορία μας με τα αντιαεροπορικά πυρά, τους αναχαιτίζει και έχουν πολλές απώλειες οι Γερμανοί. Έλαβε μέρος σε σκληρές μάχες και κυρίως όταν σ’ όλη την περιοχή Ηρακλείου πέφτανε με αλεξίπτωτα Γερμανοί στρατιώτες και αυτοί τους πολεμούσαν με λύσσα μαζί με τον Ηρακλειώτικο λαό.

Από τις στιγμές που ποτέ δεν ξεχνούσε ήταν η 2η Ιουνίου 1941 όταν παραδίνανε τον οπλισμό τους σε Γερμανικό Στρατόπεδο, στα Πεζά Ηρακλείου. Στη σειρά οι αμούστακοι Έλληνες στρατιώτες με τη παρουσία δύο Γερμανών σκοπών που οπλοφορούσαν άφηναν το όπλο, τα φυσίγγια, το ξίφος, τις μπαλάσκες.

Ακολούθησε η αιχμαλωσία του στο στρατόπεδο του Ηρακλείου, το σημερινό ΚΑΠΕΤΑΝΑΚΕΙΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ από 1 Ιούνη το ’41 μέχρι 20 Γενάρη του 1942. Η χρονική αυτή περίοδος ήταν από τις δυσκολότερες της ζωής του. Δούλευε μαζί με τους άλλους αιχμαλώτους σκληρά. Νηστικός, κουρελής με πολλές ψείρες, δοκιμάζοντας πολλές φορές τις κλωτσιές από την βαριά μπότα του Γερμανού κατακτητή. Ακόμα και όταν ήταν άρρωστος από τις κακουχίες, πήγαινε πάλι στις σκληρές εργασίες που τους υποχρέωναν οι Γερμανοί. Στο λαιμό του κρέμεται το αλουμινένιο πέταλο που έγραφε στα Γερμανικά «ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟΣ ΚΡΗΤΗΣ» και είχε και έναν αριθμό. Αφέθηκε ελεύθερος τέλος του Γενάρη και ύστερα από ταλαιπωρία δύο μηνών, μαζί με άλλους συγχωριανούς του φθάνει στο χωριό του.

Στο χωριό γυρνώντας από την αιχμαλωσία οργανώθηκε από τους πρώτους στο ΕΑΜ και πολύ σύντομα γίνεται υπεύθυνος της Ε.Π.Ο.Ν. του χωριού με το ψευδώνυμο «ΡΗΓΑΣ ΦΕΡΡΑΙΟΣ».

Γίνεται σύνδεσμος, τροφοδότης και οδηγός των αντάρτικων ομάδων του ΕΛΛΑΣ της περιοχής του.

Μετά την απελευθέρωση του Έβρου από τους Γερμανούς το 1944 παίζει στην πλατεία του χωριού, πίσω από μια κουρτίνα ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗ με φιγούρες που φτιάχνει ο ίδιος, για να διασκεδάσει τους συγχωριανούς του. Τα κείμενα τα γράφει ο ίδιος, αλλά πάντα σατιρίζει μέσα από αυτά τα γεγονότα της εποχής του.

Τον Οκτώβριο του 1945 καλείται να υπηρετήσει την θητεία του. Όμως είναι γνωστές οι αριστερές του ιδέες. Παρακολουθούν την κάθε λέξη την κάθε του κίνηση.

Τον αφοπλίζουν από τους πρώτους, τον Ιούνιο του 1946.

Στην αρχή τον κάνουν μουλαρά και από τον Σεπτέμβριο βρίσκεται στους λόχους σκαπανέων. Είναι στο ξακουστό μεγάλο Τάγμα Σκαπανέων κοντά στο Λιοπέσι Αθηνών.

Τον Μάρτιο του δίνουν το Απολυτήριο Στρατού ως ανεπιθύμητο μαζί με άλλους Δημοκράτες.

Τον εξόρισαν από τον Απρίλιο του 1947 για τρία ολόκληρα χρόνια.

Εξορίστηκε 4 μήνες στη Σαμοθράκη, 2 χρόνια στην Ικαρία και 8 μήνες στη Μακρόνησο.

Η επικοινωνία με τους δικούς του ήταν δύσκολη. Η οικογένεια του δεν γνώριζε αν ζει ή αν πέθανε. Η μητέρα του, όταν άκουγε ότι επέστρεψε κάποιος από την εξορία, από τα γύρω χωριά, τον επισκεπτόταν για να ρωτήσει για το γιο της. Όμως από κανέναν δεν πήρε καμία είδηση.

Τα βασανιστήρια στις εξορίες είναι πολύ σκληρά. Υποφέρει μαζί με τους άλλους από έλλειψη νερού. Μένει διψασμένος μια μέρα ολόκληρη, το φαγητό είναι ελάχιστο στο οποίο όμως το αλάτι παραπανίσιο και ο δυνατός αέρας γεμίζει τα μάτια του με σκόνη.

Παρ’ όλα αυτά δεν υπογράφει δήλωση μετάνοιας.

Στην εξορία γνώρισε τον ΗΛΙΟΥ, τον ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ, τον ΚΑΤΡΑΚΗ, τον ΣΑΡΑΦΗ και πολλούς άλλους επώνυμους. Με τον Κατράκη οι σκηνές τους στη Μακρόνησο είναι δίπλα-δίπλα και τους συνέδεε μια ιδιαίτερη φιλία. Όσες φορές ο Κατράκης ανέβαινε στην Ορεστιάδα για να ανεβάσει κάποιο θέατρο, η επίσκεψη στο σπίτι του Χρήστου Ρουσόπουλο στο Χειμωνιά ήταν απαραίτητη. Πάντα ήθελε φασολάδα από τα χέρια της κυρίας Καλυψώς. Σ’ όλες τις εξορίες ήταν υπόδειγμα σε θέματα συμπεριφοράς και υπακοής στους άγραφους κανόνες των συναγωνιστών εξόριστων.

Το 1957 οργανώνει στο χωριό θεατρική ομάδα με τους νέους του χωριού του. Στη θεατρική ομάδα δεν παίζουν όμως μόνο οι νέοι του Χειμωνίου, αλλά και πολλοί παντρεμένοι οι οποίοι με μεγάλη προθυμία και πολύ όρεξη μαθαίνουν δίπλα του τα βήματά τους επάνω στη σκηνή. Οι πρώτοι του ηθοποιοί ήταν οι Ζουπίδης Αναστάσιος, Φυδανίδης Αναστάσιος, ο τέλειος μίμος Λιολιοσίδης Ιωάννης, που δεν ζούνε πια, ο Βλαδενίδης Γιώργος, οι δυο αδελφές Πολίδου Δάφνη και Ευδοξία, η Σταματοπούλου Γεωργία και πολλοί άλλοι.

Έπαιζαν θεατρικά έργα, τα περισσότερα εκ των οποίων ήταν γραμμένα από τον ίδιο ή και από διάφορα θεατρικά βιβλία.

Όλα τα σκηνικά τα ζωγράφισε μόνος του. Τη θεατρική σκηνή την έστηνε με πολύ κόπο από ξύλα και σανίδες, σε αποθήκες του χωριού βοηθούμενος μόνο από τα παιδιά της θεατρικής του ομάδας.

Ψυχαγωγούσε τους κατοίκους του χωριού του, αλλά και του διπλανού χωριού, του Θουρίου.

Τα σκετς, οι κωμωδίες, τα ποιήματα και τα τραγούδια της χορωδίας που είχε οργανώσει, έδιναν μια ευχάριστη πνοή στην κουραστική ζωή των κατοίκων του Ν.Χειμωνίου, εξάλλου τότε δεν υπήρχαν και πολλοί τρόποι διασκέδασης. Τα ραδιόφωνα στο χωριό ήταν ελάχιστα. Όλοι οι συγχωριανοί περίμεναν πότε θα δοθούν οι παραστάσεις για να γελάσουν με τις κωμωδίες και να κλάψουν με τα δράματα. Μα πολύ περισσότερο περίμεναν να ακούσουν το πώς σατίριζε τους ίδιους τους συγχωριανούς του με το λεπτό του χιούμορ.

Αν και δεν το επέτρεπαν τότε οι συνθήκες, ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΡΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ μ’ ένα δικό του τρόπο πολύ λεπτό, σατίριζε και όλους τους πολιτικούς της εποχής του.

Η Ασφάλεια της Ορεστιάδας το 1963 του απαγόρεψε να παίζει με τη θεατρική του ομάδα, τα θεατράκια, με το αιτιολογικό ότι με αυτά που έγραφε εξύβριζε τη Δημοκρατία.

Ο πραγματικός όμως λόγος ήταν άλλος.

Κατ’ αρχάς έλεγε ξεκάθαρα την αλήθεια, κατηγορώντας τους εμπόρους ζώων και προϊόντων της εποχής του, που εκμεταλλεύονταν τον αγρότη. Ζητούσε να αλλάξει η νοοτροπία μεταξύ πόλης και χωριού και κυρίως μεταξύ αγρότη και αστού. Αλλά την Ασφάλεια εμπόδιζαν οι αριστερές του ιδέες. Έτσι διαλύθηκε η θεατρική ομάδα του Νέου Χειμωνίου, την οποία μέχρι σήμερα θυμούνται όλοι οι κάτοικοι του χωριού που παρακολουθούσαν τα θεατράκια ή έπαιρναν μέρος σαν ηθοποιοί.

Μετά τη μεταπολίτευση από το 1974, οργανώνει κάθε Αποκριά καρναβάλι στο χωριό του, το Ν. Χειμώνιο.

Σε ηλικία 50 ετών, ο Χρήστος Ρουσόπουλος αποσύρθηκε από τις αγροτικές εργασίες, διότι λόγοι υγείας τον ανάγκασαν να καθηλωθεί για μια πενταετία στο κρεβάτι. Ίσως όμως αυτή η κατάσταση της υγείας του ήταν η αιτία που άρχισε να γράφει.

Ο κ. ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΞΥΝΤΑΚΗΣ, διευθυντής του Δημοτικού Σχολείου του Νέου Χειμωνίου το 1973, του ζήτησε να γράψει ό,τι γνώριζε για την ιστορία του χωριού του.

Του έγραψε και του παρέδωσε τρία τετράδια των 50 φύλλων. Όταν τα είδε και τα διάβασε ο δάσκαλος, ενθουσιάστηκε από το πλούσιο υλικό που είχαν μέσα τους τα τετράδια και τον προέτρεψε να τα εκδώσει σε βιβλίο.

Με πολλές ταλαιπωρίες εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο το 1977 με τίτλο «ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΖΑΛΟΥΦΙ».

Το βιβλίο αυτό έγινε ανάρπαστο από όλους τους Ζαλουφιώτες, αλλά και από πολλούς εκπαιδευτικούς που ασχολούνταν με τη λαογραφία. Το εξέδωσε τέσσερις φορές και τις τέσσερις εξαντλήθηκε.

Ακόμα και σήμερα το αναζητούν πολλοί, αλλά μέχρι στιγμής δεν έχει βρεθεί τρόπος να ξαναεκδοθεί.

Το δεύτερο βιβλίο του με τον τίτλο «ΑΠΛΑ ΑΓΡΟΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ» εκδόθηκε το 1981. Είναι μια συλλογή από αγροτικά ποιήματα, βγαλμένα από την αγροτική παραδοσιακή ζωή.

Μετά από λίγα χρόνια το 1987 κυκλοφόρησε το τρίτο βιβλίο του. Έχει τον τίτλο «ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΙ ΤΗΣ Μ. ΑΣΙΑΣ».

Το τέταρτο βιβλίο του είναι το «ΑΝΤΑΡΤΗΣ Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΗΣ».

Το πέμπτο βιβλίο του εκδόθηκε το 1991 και αναφέρεται στο συγχωριανό του ΒΑΣΙΛΗ ΦΩΤΙΔΗ – ΕΝΑΝ ΑΝΤΑΡΤΗ ΚΑΤΟΧΗΣ με το ψευδώνυμο ‘ΑΠΙΑΣΤΟΣ’.

Το έκτο βιβλίο του είναι η «ΤΑΛΑΙΠΩΡΗ ΑΓΡΟΤΙΑ» το 1997.

Για την έκδοση των βιβλίων του δεν είχε την παραμικρή βοήθεια από κανέναν, παρά μόνο από τον γαμπρό του τον ΘΕΟΔΩΡΟ, που μαζί οι δυο τους κανόνιζαν το οικονομικό μέρος των εκδόσεων. Η έκδοση ενός βιβλίου στοίχιζε μεγάλο χρηματικό ποσό και οι συντάξεις του Ο.Γ.Α. και της Εθνικής Αντίστασης δεν μπορούσαν να το καλύψουν.

Όλα τα βιβλία του τα έκανε γνωστά διακινώντας τα μόνος του σ’ όλη τη ΒΟΡΕΙΑ ΕΛΛΑΔΑ. Επισκέφθηκε Δημόσιες Υπηρεσίες, Σχολεία, Γυμνάσια, Λύκεια, Πανεπιστήμια, καταστήματα, ελεύθερους επαγγελματίες πολλών πόλεων.

Η μεγαλύτερη ικανοποίηση του ήταν όταν άκουγε επαίνους από όσους αναγνώριζαν το έργο του και απορούσαν πως ο αγρότης της ΣΤ’ Δημοτικού, από τον Ακριτικό Έβρο και από το αγροτικό χωριό το Ν. Χειμώνιο έγραφε με τόσο γλαφυρό τρόπο τα βιβλία του.

Τότε ξεχνούσε και την κούραση και τις τυχόν προσβολές που άκουγε και τα έξοδα. Έκανε γνωστά τα βιβλία του σε Κοζάνη, Χαλκιδική, Σέρρες, Θεσσαλονίκη, Αλεξανδρούπολη.

Επιθυμία του ήταν να εκδώσει άλλο ένα βιβλίο που είναι έτοιμο, τη «ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ» όπως την έζησε ο ίδιος και μάλιστα και ως αιχμάλωτος για επτά μήνες.

Επί πλέον δεν πρόλαβε να τελειώσει και το άφησε Διαθήκη σ’ όλους τους Αρβανίτες, το άγαλμα που ήθελε να στήσει στην πλατεία του χωριού για τον ΔΗΜΗΤΡΑΚ’ τον ΒΟΗΒΟΝΤΑ, τον αξιόλογο Τουρκοφάγο Ζαλουφιώτη Αρβανίτη, που δεν έσκυψε το κεφάλι για να προσκυνήσει τους Τούρκους.

ΑΥΤΟΣ ήταν ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΡΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ, που άφησε δυσαναπλήρωτο κενό στο Νέο Χειμώνιο αφότου ξεψύχησε στις 4 Απρίλη του έτους 2000.

Όμως, όπως έγραψε και ένας φίλος του Κρητικός στην μαντινάδα που έστειλε στην οικογένειά του:

Είσαι δεν είσαι δίπλα μας

Για μας το ίδιο κάνει

Το πήρε ο χάρος το κορμί

Μα η μνήμη σου μας φτάνει…